-
1 дорожный
дорожный οδοιπορικός· \дорожный ые расходы τα ναύλα· \дорожныйое строительство η οδοποιία· \дорожный знак о οδοδείχτης* * *доро́жные расхо́ды — τα ναύλα
доро́жное строи́тельство — η οδοποιία
доро́жный знак — ο οδοδείχτης
-
2 плата
плата ж η πληρωμή· входная \плата το εισιτήριο* заработная \плата οι αποδοχές, ο μισθός· \плата за проезд η πληρωμή για τη διαδρομή, τα ναύλα* * *жη πληρωμήвходна́я пла́та — το εισιτήριο
за́работная пла́та — οι αποδοχές, ο μισθός
пла́та за прое́зд — η πληρωμή για τη διαδρομή, τα ναύλα
-
3 проезд
проездм1. (действие) ἡ διαδρομή, ἡ διάβαση [-ις] (μέ μεταφορικό μέσο):бесплатный \проезд ἡ δωρεάν διαδρομή· деньги на \проезд τά ναῦλα· разрешение на \проезд ἡ ἄδεια διελεύσεως·2. (место) ἡ δίοδος, τό πέρασμα· \проезд закрыт ἀπαγορεύεται ἡ διάβαση. -
4 проездить
проездитьсов1. (известное время) ταξιδεύω, βρίσκομαι σέ ταξίδι·2. "(истратить на проезд) разг ξοδεύω σέ ναῦλα, καταξοδεύομαι στά ταξίδια. -
5 проезд
-а α.1. διαδρομή, μετάβαση (με μεταφορικό μέσο)•платить за проезд πληρώνω για τη διαδρομή•
деньги на проезд τα ναύλα.
2. δίοδος• πέρασμα•узский проезд στενό πέρασμα.
|| πάροδος, σοκάκι. -
6 фрахт
-а α.1. τα ναύλα,2. το φορτίο.
См. также в других словарях:
ναύλα — ναύλᾱ , ναῦλα fem nom/voc/acc dual ναύλᾱ , ναῦλα fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναύλα — ναῡλα, ἡ (Α) βλ. νάβλα … Dictionary of Greek
ναῦλα — ναῦλον neut nom/voc/acc pl ναῦλος passage money neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναύλαν — ναύλᾱν , ναῦλα fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναύλαις — ναῦλα fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναύλην — ναῦλα fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναύλῃ — ναῦλα fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναύλος — Μια από τις κύριες περιοχές της σύμβασης ναύλωσης, ναυτικής ή εναέριας, είναι το τίμημα που οφείλει να πληρώσει το πρόσωπο (ναυλωτής) προς το συμφέρον και για λογαριασμό του οποίου ο πλοιοκτήτης (εκναυλωτής) διαθέτει είτε κατά τη διάρκεια μιας… … Dictionary of Greek
πορθμείο — το / πορθμεῑον, ιων. τ. πορθμήϊον, ΝΑ [πορθμός] 1. τόπος διαπόρθμευσης, δηλ. το σημείο απ όπου περνά κάποιος από ακτή σε ακτή ή από όχθη σε όχθη, πέραμα 2. σκάφος με το οποίο περνά κάποιος στην απέναντι όχθη ή ακτή («καὶ πορθμεῑα ἀνθρώπων μεστά,… … Dictionary of Greek
ναύλος — ναύλος, ο και ναύλο, το 1. το αντίτιμο για τη θαλάσσια μεταφορά ανθρώπων, ζώων, εμπορευμάτων, αντικειμένων. 2. στον πληθ., ναύλοι, οι και ναύλα, τα το αντίτιμο για τις μεταφορές στην ξηρά. Πήρε και ψιλά για τα ναύλα του λεωφορείου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Liste der unregelmäßigen Substantive im Neugriechischen — Unregelmäßige Substantive im Neugriechischen sind Substantive, die sich in verschiedenerlei Hinsicht grammatikalisch anders verhalten als die Mehrheit der neugriechischen Substantive. Inhaltsverzeichnis 1 Übersicht 2 Gebrauch 3 Substantive mit… … Deutsch Wikipedia